Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): dogs, dog
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): dog
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): dogged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): dogging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): dogs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): dog
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): dog
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
dog περιέχει 1 συλλαβές: dog
Φωνητική μεταγραφή: ˈdȯg
dog , ˈdȯg (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)