Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): changes, change
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): change
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): changed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): changing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): changes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): change
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): change
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
change περιέχει 1 συλλαβές: change
Φωνητική μεταγραφή: ˈchānj
change , ˈchānj (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)