Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): causes, cause
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): cause
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): caused
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): causing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): causes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): cause
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): cause
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
cause περιέχει 1 συλλαβές: cause
Φωνητική μεταγραφή: ˈkȯz
cause , ˈkȯz (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)