Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): attempts
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): attempt
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): attempted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): attempting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): attempts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): attempt
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): attempt
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
attempt περιέχει 2 συλλαβές: at • tempt
Φωνητική μεταγραφή: ə-ˈtem(p)t
at tempt , ə ˈtem(p)t (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)