Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): ages, age
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): age
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): aged
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): aged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): aging, ageing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): ages
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): age
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): age
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
age περιέχει 1 συλλαβές: age
Φωνητική μεταγραφή: ˈāj
age , ˈāj (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)