Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): walks
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): walk
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): walked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): walking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): walks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): walk
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): walk
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
walk περιέχει 1 συλλαβές: walk
Φωνητική μεταγραφή: ˈwȯk
walk , ˈwȯk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)