Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): troubles, trouble
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): trouble
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): troubled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): troubling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): troubles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): trouble
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): trouble
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
trouble περιέχει 2 συλλαβές: trou • ble
Φωνητική μεταγραφή: ˈtrə-bəl
trou ble , ˈtrə bəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)