Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): stretches, stretch
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): stretch
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): stretched
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): stretching
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): stretches
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): stretch
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): stretch
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
stretch περιέχει 1 συλλαβές: stretch
Φωνητική μεταγραφή: ˈstrech
stretch , ˈstrech (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)