Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): soils, soil
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): soil
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): soiled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): soiling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): soils
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): soil
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): soil
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
soil περιέχει 1 συλλαβές: soil
Φωνητική μεταγραφή: ˈsȯi(-ə)l
soil , ˈsȯi( ə)l (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)