Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): smells, smell
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): smell
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): smelled, smelt
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): smelt
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): smelling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): smells
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): smell
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): smell
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
smell περιέχει 1 συλλαβές: smell
Φωνητική μεταγραφή: ˈsmel
smell , ˈsmel (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)