Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): salaries, salary
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): salary
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): salaried
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): salarying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): salaries
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): salary
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): salary
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
salary περιέχει 3 συλλαβές: sal • a • ry
Φωνητική μεταγραφή: ˈsal-rē
sal a ry , ˈsal rē (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)