Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): rises, rise
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): rise
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): rose
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): risen
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): rising
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): rises
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): rise
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): rise
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
rise περιέχει 1 συλλαβές: rise
Φωνητική μεταγραφή: ˈrīz
rise , ˈrīz (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)