Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): mortgages
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): mortgage
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): mortgaged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): mortgaging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): mortgages
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): mortgage
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): mortgage
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
mortgage περιέχει 2 συλλαβές: mort • gage
Φωνητική μεταγραφή: ˈmȯr-gij
mort gage , ˈmȯr gij (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)