Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): licenses, license
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): license
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): licensed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): licensing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): licenses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): license
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): license
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
licensed περιέχει 2 συλλαβές: li • censed
Φωνητική μεταγραφή: ˈlī-sᵊn(t)st
li censed , ˈlī sᵊn(t)st (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)