Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): gathers
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): gather
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): gathered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): gathering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): gathers
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): gather
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): gather
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
gather περιέχει 2 συλλαβές: gath • er
Φωνητική μεταγραφή: ˈga-t͟hər
gath er , ˈga t͟hər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)