Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): gaps
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): gap
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): gapped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): gapping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): gaps
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): gap
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): gap
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
gap περιέχει 1 συλλαβές: gap
Φωνητική μεταγραφή: ˈgap
gap , ˈgap (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)