Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): fights, fight
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): fight
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): fought
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): fought
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): fighting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): fights
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): fight
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): fight
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
fight περιέχει 1 συλλαβές: fight
Φωνητική μεταγραφή: ˈfīt
fight , ˈfīt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)