Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): favours, favour
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): favour
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): favoured
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): favouring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): favours
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): favour
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): favour
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
favour περιέχει 2 συλλαβές: fa • vour
Φωνητική μεταγραφή:
fa vour , (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)