Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): collect
Επίρρημα (Adverb): collect
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): collects
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): collect
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): collected
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): collecting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): collects
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): collect
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): collect
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
collect περιέχει 2 συλλαβές: col • lect
Φωνητική μεταγραφή: ˈkä-likt
col lect , ˈkä likt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)