Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): briefer
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): briefest
Επίθετο (Adjective): brief
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): briefs
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): brief
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): briefed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): briefing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): briefs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): brief
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): brief
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
brief περιέχει 1 συλλαβές: brief
Φωνητική μεταγραφή: ˈbrēf
brief , ˈbrēf (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)