Κλίσεις
                Επίθετο (Adjective): beat
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): beats
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): beat
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): beat
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): beaten
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): beating
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): beats
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): beat
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): beat
             
            
            
                Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
                Beat περιέχει 1 συλλαβές: beat
                Φωνητική μεταγραφή: ˈbēt
                
                    beat  ,  ˈbēt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)