Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): wider
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): widest
Επίθετο (Adjective): wide
Επίρρημα, συγκριτικός βαθμός (Adverb, comparative): wider
Επίρρημα, υπερθετικός βαθμός (Adverb, superlative): widest
Επίρρημα (Adverb): wide
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): wides
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): wide
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
wide περιέχει 1 συλλαβές: wide
Φωνητική μεταγραφή: ˈwīd
wide , ˈwīd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)