Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): wear
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): wear
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): wore
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): worn
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): wearing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): wears
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): wear
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): wear
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
wear περιέχει 1 συλλαβές: wear
Φωνητική μεταγραφή: ˈwer
wear , ˈwer (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)