Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): schemes
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): scheme
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): schemed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): scheming
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): schemes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): scheme
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): scheme
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
scheme περιέχει 1 συλλαβές: scheme
Φωνητική μεταγραφή: ˈskēm
scheme , ˈskēm (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)