Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): purposes, purpose
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): purpose
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): purposed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): purposing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): purposes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): purpose
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): purpose
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
purpose περιέχει 2 συλλαβές: pur • pose
Φωνητική μεταγραφή: ˈpər-pəs
pur pose , ˈpər pəs (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)