Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): police
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): police
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): policed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): policing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): polices
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): police
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): police
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
police περιέχει 1 συλλαβές: police
Φωνητική μεταγραφή:
police , (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)