Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): faces, face
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): face
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): faced
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): facing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): faces
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): face
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): face
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
face περιέχει 1 συλλαβές: face
Φωνητική μεταγραφή: ˈfās
face , ˈfās (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)