Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): couples
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): couple
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): coupled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): coupling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): couples
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): couple
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): couple
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
couple περιέχει 2 συλλαβές: cou • ple
Φωνητική μεταγραφή: ˈkə-pəl
cou ple , ˈkə pəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)