Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): banks
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): bank
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): banked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): banking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): banks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): bank
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): bank
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
bank περιέχει 1 συλλαβές: bank
Φωνητική μεταγραφή: ˈbaŋk
bank , ˈbaŋk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)