Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): actions, action
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): action
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): actioned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): actioning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): actions
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): action
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): action
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
action περιέχει 2 συλλαβές: ac • tion
Φωνητική μεταγραφή: ˈak-shən
ac tion , ˈak shən (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)