Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): walls
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): wall
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): walled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): walling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): walls
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): wall
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): wall
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
wall περιέχει 1 συλλαβές: wall
Φωνητική μεταγραφή: ˈwȯl
wall , ˈwȯl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)