Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): shares, share
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): share
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): shared
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): sharing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): shares
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): share
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): share
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
share περιέχει 1 συλλαβές: share
Φωνητική μεταγραφή: ˈsher
share , ˈsher (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)