Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): profits, profit
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): profit
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): profited
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): profiting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): profits
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): profit
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): profit
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
profit περιέχει 2 συλλαβές: prof • it
Φωνητική μεταγραφή: ˈprä-fət
prof it , ˈprä fət (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)