Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): blush
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): blush
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): blushed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): blushing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): blushes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): blush
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): blush
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
blush περιέχει 1 συλλαβές: blush
Φωνητική μεταγραφή: ˈbləsh
blush , ˈbləsh (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)