Κλίσεις
                Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): stages
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): stage
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): staged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): staging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): stages
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): stage
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): stage
             
            
            
                Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
                stage περιέχει 1 συλλαβές: stage
                Φωνητική μεταγραφή: ˈstāj
                
                    stage  ,  ˈstāj (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)