Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): shoves
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): shove
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): shoved
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): shoving
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): shoves
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): shove
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): shove
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
shove περιέχει 1 συλλαβές: shove
Φωνητική μεταγραφή: ˈshəv
shove , ˈshəv (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)