Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): serves, serve
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): serve
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): served
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): serving
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): serves
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): serve
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): serve
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
serve περιέχει 1 συλλαβές: serve
Φωνητική μεταγραφή: ˈsərv
serve , ˈsərv (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)