Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): ministers
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): minister
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): ministered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): ministering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): ministers
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): minister
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): minister
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
minister περιέχει 3 συλλαβές: min • is • ter
Φωνητική μεταγραφή: ˈmi-nə-stər
min is ter , ˈmi nə stər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)