Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): horses, horse
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): horse
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): horsed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): horsing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): horses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): horse
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): horse
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
horse περιέχει 1 συλλαβές: horse
Φωνητική μεταγραφή: ˈhȯrs
horse , ˈhȯrs (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)