Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): controls, control
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): control
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): controlled, controled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): controlling, controling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): controls
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): control
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): control
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
control περιέχει 2 συλλαβές: con • trol
Φωνητική μεταγραφή: kən-ˈtrōl
con trol , kən ˈtrōl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)