Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): classes, class
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): class
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): classed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): classing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): classes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): class
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): class
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
class περιέχει 1 συλλαβές: class
Φωνητική μεταγραφή: ˈklas
class , ˈklas (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)