Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): chance
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): chances, chance
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): chance
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): chanced
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): chanced
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): chancing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): chances
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): chance
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): chance
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
chance περιέχει 1 συλλαβές: chance
Φωνητική μεταγραφή: ˈchan(t)s
chance , ˈchan(t)s (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)