Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): carried
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): carrying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): carries
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): carry
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): carry
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
carry περιέχει 2 συλλαβές: car • ry
Φωνητική μεταγραφή: ˈker-ē
car ry , ˈker ē (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)