Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): candies, candy
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): candy
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): candied
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): candying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): candies
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): candy
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): candy
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
candy περιέχει 2 συλλαβές: can • dy
Φωνητική μεταγραφή: ˈkan-dē
can dy , ˈkan dē (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)