Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): windows
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): window
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): windowed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): windowing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): windows
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): window
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): window
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
window περιέχει 2 συλλαβές: win • dow
Φωνητική μεταγραφή: ˈwin-(ˌ)dō
win dow , ˈwin (ˌ)dō (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)