Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): updates
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): update
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): updated
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): updating
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): updates
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): update
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): update
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Update περιέχει 2 συλλαβές: up • date
Φωνητική μεταγραφή: ˌəp-ˈdāt
up date , ˌəp ˈdāt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)