Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): risks, risk
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): risk
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): risked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): risking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): risks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): risk
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): risk
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
risk περιέχει 1 συλλαβές: risk
Φωνητική μεταγραφή: ˈrisk
risk , ˈrisk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)