Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): papers, paper
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): paper
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): papered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): papering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): papers
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): paper
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): paper
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
paper περιέχει 2 συλλαβές: pa • per
Φωνητική μεταγραφή: ˈpā-pər
pa per , ˈpā pər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)