Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): groans
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): groan
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): groaned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): groaning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): groans
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): groan
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): groan
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
groan περιέχει 1 συλλαβές: groan
Φωνητική μεταγραφή: ˈgrōn
groan , ˈgrōn (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)