Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): glasses, glass
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): glass
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): glassed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): glassing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): glasses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): glass
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): glass
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
glass περιέχει 1 συλλαβές: glass
Φωνητική μεταγραφή: ˈglas
glass , ˈglas (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)